- κακόμοχθος
- κᾰκό-μοχθος, ον,A working ill or perversely, LXX Wi.15.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακόμοχθος — κακόμοχθος, ον (Α) αυτός που μοχθεί άσκοπα («καὶ κακόμοχθος θεὸν μάταιον ἐκ τοῡ αὐτοῡ πλάσσει πηλοῡ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μοχθος (< μόχθος), πρβλ. βαρύ μοχθος, μυριό μοχθος] … Dictionary of Greek
κακόμοχθος — working ill masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόχθος — και μόχτος, ο (ΑΜ μόχθος, Μ και μόχτος) 1. σωματικός κόπος, επίπονη προσπάθεια, καταπόνηση: 2. ταλαιπωρία μσν. 1. θλίψη 2. βιασύνη, σπουδή 3. βιοπάλη αρχ. 1. στον πληθ. οι μόχθοι οι δυσχέρειες, τα βάσανα 2. φρ. «μόχθος τέκνων» μόχθος υπέρ τών… … Dictionary of Greek
ՎՇՏԱՀԱՆ — ( ) NBH 2 0829 Chronological Sequence: Early classical ա. κακόμοχθος male laborans, sive in vanum. Որ անձամբ անձին հանէ վիշտս. որպէս զրաջան վշտակիր. *Դատաւոր կաւագործ է, եւ վշտահան. զ՝ի զուր ʼի նմին կաւոյ աստուած ստեղծանէ. Իմ. ՟Ժ՟Ե. 7: Եւ որպէս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)